- χειροτένων
- χειρο-τένων, οντος, ὁ, ἡ,A with outstretched arms, of the crab, f.l. for χειλο- Batr.297.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χειροτένων — οντος, ὁ, Α (για τον κάβουρα) αυτός που έχει απλωμένα τα χέρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + τένων (< τείνω)] … Dictionary of Greek